Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΧΑΜΙΝΙ (O ποιητής που αγαπώ)



TO XAMINI
(Ο ποιητής που αγαπώ)


 Ο ποιητής που αγαπώ δεν γράφει
ποιήματα για σχολικά βιβλία·
τρόπους καλούς ποτέ του δεν θα μάθει
και δεν θα εγγραφεί στην Ιστορία.
Ο ποιητής που αγαπώ δεν πιάνει
με συναδέλφους ποιητές φιλία·
καθώς χαμίνι εγώ, αυτός αλάνι
και στ’ απαυτά του κάθε ανθολογία.
Ο ποιητής που αγαπώ τον Λύκο
σαλός ελευθερώνει νύχτα-μέρα
και μπρος σε κάθε μεγαλόσχημο οίκο
τον Λύκο ξεδιπλώνει ως παντιγέρα,
τον Λύκο ανακρούει ως παιάνα.
Ο ποιητής αυτός, που του ανήκω,
τα κάνει με τους στίχους του πουτάνα.


 © Θεοδόσης Βολκώφ

Υ.Γ. Χρόνια πολλά, παίδες και κορασίδες...

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΑ ΗΧΕΙΑ

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΑ ΗΧΕΙΑ

Ο θυμός περνά.... αλλά αυτό που μένει, ίσως τελικά να αξίζει περισσότερο....
''της νύχτας τα ηχεία''...
Η νύχτα είναι μια αλληγορία με βαθιά συμβολική σημασία στα περισσότερα τραγούδια.
Μεταφορική έννοια που οδηγεί τον ακροατή σε σκέψεις…….

Το ύφος του τραγουδιού και η χρήση των συμβολικών λέξεων επιτρέπει να αναλογιστούμαι αν υπάρχει εγωϊσμός ή υπερηφάνεια .
Η συνεχής άρνηση των συναισθημάτων του, στους αρχικούς στίχους,
τον οδηγεί τελικά στην αποδοχή τους........Ο έρωτας ήταν πάντα ένας ωκεανός αισθημάτων......

''Της νύχτας τα ηχεία''
Στίχοι: Γιώργος Βρούβας
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος & Λάκης Παπαδόπουλος ( Ντουέτο )

Μεσάνυχτα στο ξέφωτο στην έρημη πλατεία
φωνάζω πια δε σ’ αγαπώ και η φωνή μου σταματά
σε κάτι κτίσματα παλιά
και ξανακούω την ηχώ, να λέει πια δε σ’ αγαπώ
να λέει πια δε σ’ αγαπώ

Ξαναφωνάζω δυνατά κι είπα ξανά δε σ’ αγαπώ
με μια φωνή σαν κεραυνό στη μαύρη ησυχία
να ξανακούσω την ηχώ, να λέει πια δε σ’ αγαπώ
να λέει πια δε σ’ αγαπώ

Μα ίσως πήγα πιο κοντά ή πήγα κάπως μακριά
και δε λειτούργησαν καλά της νύχτας τα ηχεία
και κάπου χάθηκε το πια, και δεν ακούστηκε το πια
κι απ’ τις φωνής μου την ηχώ, άκουγα μόνο σ’ αγαπώ
άκουγα μόνο σ’ αγαπώ, άκουγα μόνο σ’ αγαπώ….

.......... αφιερωμένο σε όλους τους φίλους εδώ μέσα
....και αυτό το τραγούδι κρύβει πολλά μυστικά ...... καλό βράδυ 
χριστινα καμπα

 


............Ερωτόκριτος .....
Ακουσες Αρετούσα μου τα νέα τα λυπητερά?


Μάθε λοιπόν κυρά μου,
πως έφτασε το τέλος μου
στα ξένα θα με θάψουν εκεί είν' τα κόκκαλά μου.
Ξέρω θέλει ο κύρης σου γρήγορα να σε παντρεύει
με ένα βασιλόπουλο σαν σένα αφεντόπουλο.

Κι ούτε μπορείς ν'αντισταθείς
σ'ότι οι γονείς σου θέλουν,
νικούν, την γνώμη σου αλλάζουν.
Μια χάρη αφέντρα μου ζητώ, μόνο αυτό
κι ύστερα όλος χαρά ας τελειώνω την ζωή μου.

Την ώρα π'αραβωνιάζεσαι βαριά να αναστενάξεις
και νύφη όταν στολίζεσαι κι όταν μετά σαν παντρεμένη αλλάξεις,
τα δάκρυα σου σαν ανέβουνε,
να πείς "καϋμένε Ερωτόκριτε
αυτά που σου'ταξα τα ξέχασα
όσα ήθελες άλλο πια δεν υπάρχουν"

Και κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην καμαρά σου
να θυμάσαι αυτά που έπαθα για σέ
και να πονά η καρδιά σου.
και πιάσε και τη ζωγραφιά που είναι στο συρτάρι
και τα τραγούδια που 'λεγα εκείνα που σ'αρέσαν
και διάβαζέ τα, κοίτα τα και μένα να θυμάσαι
που μ'εξορίσανε για σέ πολύ μακρυά στα ξένα.

Κι όταν σου πούν πως πέθανα
λυπήσουμε και κλάψε
και τα τραγούδια που 'βγαλα μέσ'στη φωτιά να κάψεις.
Μα όπου κι αν πάω, όπου βρεθώ
κι όσο καιρό θα ζήσω, σου τάζω (υπόσχομαι, ορκίζομαι)
άλλη να μη 'δώ, μήτε τα πάνω μου να πάρω.

Θα ορκιστώ ο κακότυχος πως δε σ'είδα ποτέ μου
σαν ένα κερί ήσουν που κράταγα και έσβησέ μου
γιατί είναι προτιμότερο για σένα να πεθάνω
παρά άλλη νά'χω και να ζώ,
γιατί για σένα εγενήθηκε στον κόσμο το κορμί μου".

Ελεύθερη ερμηνεία από Μαργιάννα - 17 Σεπτεμβρίου 2005
http://www.rembetiko.gr/forums/archive/index.php/t-17466.html


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Ο κήπος των αστεριών


«Κι έπειτα θ’ ανοίξεις τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και θα μπεις στον κήπο. Μα θα περιμένεις να νυχτώσει πριν βγάλεις οποιοδήποτε συμπέρασμα. Δεν θα είναι δικός σου αυτός ο κήπος, δικιά σου θα είναι μονάχα η χαρά απ’ τους καρπούς του».

Ένα σκισμένο χαρτί είναι, αυτό είναι όλο. Δεν ήξερε τι έγραφε πριν, δεν ήξερε τι έγραφε μετά. Κάτω από την τελευταία γραμμή, στο ελάχιστο μισοσκισμένο κομματάκι χαρτιού που είχε απομείνει, φαίνονταν οι άκρες από κάποια βελάκια που έδειχναν κάπου. Ποιος ξέρει πού; Ποιος ξέρει από πού; Δεν θα μάθαινε ποτέ. Ένα μικρό μπουρίνι είχε φέρει το χαρτάκι πάνω στο γραφείο του, κατάφερε να το περάσει από το κιγκλίδωμα του παράθυρου, και να το θρονιάσει μπροστά στο πληκτρολόγιό του, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει ένα σωρό χαρτιά με σφραγίδες και νούμερα, κάτω, στο πάτωμα.

«Ναι, κάτι μας είπες τώρα. Τα μάτια του έτσουζαν από τις ώρες που είχε περάσει μπροστά στον υπολογιστή – δεν θυμάται πόσες δουλειές είχε «διεκπεραιώσει» απ’ όσες  είχε προγραμματίσει στην αρχή της μέρας… ήταν εφτά το απόγευμα, καλοκαίρι, ο ήλιος ακόμα ψηλά. Μήπως να φύγει;

Ναι, να φύγει. Τσαλακώνει το σκισμένο χαρτάκι, το βάζει στην τσέπη.

«Δεν θα είναι δικός σου αυτός  ο κήπος, δικιά σου θα είναι μονάχα η χαρά απ’ τους καρπούς του».

Δε θέλει πολλή σκέψη. Τερματισμός στον υπολογιστή, κλείνουν τα κλιματιστικά, τα φώτα, ο συναγερμός, η βαριά σιδερένια πόρτα κλειδώνει, σχεδόν ζαλίζεται κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Ξεκλειδώνει το αμάξι. Κοιτάει το χαρτί κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα. Φτου. Ας είναι διαφημιστικό για ντελιβεράδικο, ας μην είναι κλήση, τι στην ευχή, δεν έχει κάνει τίποτα παράνομο απόψε.

Ούτε διαφημιστικό είναι ούτε κλήση. Είναι ένα άλλο κομμάτι χαρτί. Σκισμένο. Κι αυτό.
Ένα σχεδιάγραμμα. Με δρόμους και βελάκια. Βγάζει από την τσέπη το τσαλακωμένο χαρτί. Ταιριάζουν. Είναι το άλλο του μισό; Μπα, κάτι θα λείπει κι από δω, δε μπορεί. Τι ασχολείσαι; Κάνει να τα πετάξει και τα δυο – όχι στο δρόμο γαμώτο, υπάρχουνε και καλάθια, μόνο που δεν είναι κανένα εδώ τριγύρω. Φτου και πάλι. Τσαλακώνει και τα δυο χαρτιά και τα βάζει στην τσέπη, κατά την προσφιλή του συνήθεια.

Μπαίνει στο αμάξι, βάζει μπρος. Χτυπάει το κινητό. «Ρε πατέρα, μπορείς  ν’ αργήσεις λίγο; Έχω στο σπίτι το πρόσωπο. Και η μάνα έχει πάει σινεμά. Το ξέρω ότι δεν θα πεις όχι».

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έστελνε το γιο στο διάολο και  ίσως μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα παραπέρα. Τώρα είναι πολύ κουρασμένος ακόμα και γι’ αυτό. Ένα «νταξ» (και με τη μία συλλαβή που ψέλλισε σε συντομευμένη έκδοση) και κλείνει το τηλέφωνο, ας πάει και το παλιάμπελο. Τι κάνεις τώρα;  Εφτάμιση έχει πάει η ώρα.

«Δεν θα είναι δικός σου αυτός  ο κήπος, δικιά σου θα είναι μονάχα η χαρά απ’ τους καρπούς του».

Βάζει μπροστά τους υαλοκαθαριστήρες, πλένει λίγο τα τζάμια από τη σκόνη και τις στάλες του μικρού μπουρινιού. Θυμάται το τσαλακωμένο χαρτί. Ανακάθεται για να το βγάλει από την τσέπη. Κοιτάει το σχεδιάγραμμα με τους δρόμους και τα βελάκια.

«Και τι έχω να χάσω;» Ακόμα είναι νωρίς, δεν πολυπεινάει με όλες τις αηδίες που έχει κατεβάσει στο γραφείο από το πρωί, σπίτι έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να πάει… Έφυγε.

Το σκισμένο χαρτάκι, καλύτερο από GPS (αν και το έβαλε σε λειτουργία καλού κακού για να μη χαθεί, καθώς έβγαινε από τη μεγάλη πόλη). Περίπου μισή ώρα δρόμος, δεν είχε και πολλή κίνηση, αραίωναν και τα σπίτια, και χαμήλωναν – κάποια στιγμή, σε μια στροφή, τα σπίτια χάθηκαν τελείως κι ο δρόμος στένεψε απότομα, σε λίγο πάει και η άσφαλτος. Άντε να δούμε πώς θα γυρίσεις πίσω, κι αν πάθεις κανα λάστιχο με το αυτοκίνητο πόλης ποιος θα σε περιμαζέψει εδώ στις ερημιές.

Ο χωματόδρομος έκανε μερικές ακόμη από τις (αγαπημένες σε όλους τους χωματόδρομους απανταχού της οικουμένης) φιδίσιες πιρουέτες και… μια ματιά στο χαρτί, δεν έχει άλλο βελάκι. Ένας μεγάλος μαντρότοιχος – αδιέξοδος ο δρόμος. Και πάλι φτου. Και σουρουπώνει κιόλας. Και… νάτη.

«Κι έπειτα θ’ ανοίξεις τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και θα μπεις στον κήπο».
Και μεγάλη τη λες, πάνω από δυο μέτρα ύψος, και σιδερένια, άρα βαριά. Χρώμα πράσινο, υπολείμματα δηλαδή ανάμεσα στις σκουριές, άσκημη πόρτα, κανένα σχέδιο, ένας όγκος πράσινος. Ένας σκουριασμένος σύρτης κάπου στη μέση. Δεν έχει λουκέτο.

«Να μπει κανείς ή να μη μπει;» Ιδού η απορία. Κι αν τον περάσουν για κλέφτη και του ορμήσει κανείς με το αεροβόλο; Σαν σκυλί στ’ αμπέλι θα πάει. Και θα πούνε, μα τι δουλειά είχε να πάει εκεί μέσα. Μα, από την άλλη, τόσο δρόμο έκανε ως εδώ... Χτυπάει την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ»; Καμία απάντηση. Ξαναχτυπάει. Ξαναφωνάζει. Ξανά σιωπή…

Να μπει. Πιάνει το σκουριασμένο σύρτη, δεν κουνιέται με την πρώτη, με την τρίτη πάει, άνοιξε κι αυτός… η πόρτα σχεδόν κολλημένη…τη σπρώχνει με δύναμη προς τα μέσα. Δεν ανοίγει. Ξανασπρώχνει. Δεύτερη, τρίτη φορά, ανακαλύπτει ότι τελικά ανοίγει προς τα έξω. Έχει ιδρώσει, έχει τσαντιστεί με την παιδιάστικη αφέλειά του. Τι θες εσύ τώρα, γέρος άνθρωπος, να ψάχνεις στις ερημιές;

Και μπαίνει μέσα.  Μεγάλο χωράφι. Καλλιεργημένο. Δε φαίνονται πουθενά χορτάρια κι αγριάδες. Αλλά πού είναι ο κήπος; Βλέπει μονάχα σ’ όλη την έκταση του χωραφιού φυτά χαμηλά.. καταπράσινα, με φύλλα ολόφρεσκα, σαν κάποιος να τα ποτίζει με επιμέλεια και πρόγραμμα. Αλλα, πού είναι ο κήπος; Πού είναι τα λουλούδια… Πηγαίνει κοντά στα φυτά. Παρατηρεί το φύλλωμα και το μίσχο. Είναι λεπτά, σχεδόν αραχνοΰφαντα, μοιάζουν σαν να είναι κεντημένα, μα, τι παράξενο, εκεί, στην κορυφή του μίσχου, δεν φαινόταν κανένα λουλούδι.  Σαν κάποιος να είχε κόψει το άνθος, αλλά να μην είχε κόψει το μίσχο… Σαν κάποιος να είχε σβήσει με γόμα το λουλούδι… «Μα τι κήπος είναι αυτός χωρίς λουλούδια; Μποστάνι μου φαίνεται… Και τι σόι φυτά είναι αυτά που δεν ανθίζουνε ποτέ;»

«Μα θα περιμένεις να νυχτώσει πριν βγάλεις οποιοδήποτε συμπέρασμα». Έτσι έγραφε το χαρτί.

Δε θα περίμενε και πολύ. Μέχρι να φτάσει εκεί, να πάρει την απόφαση να μπει μέσα, να περιεργαστεί τα φυτά του κήπου, το σκοτάδι είχε αρχίσει σιγά σιγά να πέφτει… «Τώρα, εδώ που έφτασες, δεν έχεις και πού να πας… άραξε. Σκεφτόταν αν είχε κλειδώσει το αμάξι, αν είχε ανεβάσει όλα τα τζάμια, αγριευόταν λίγο, μέσα στην ερημιά ποιος ξέρει τι και ποιον θα τύχαινε να συναντήσει. Και ήλπιζε ο ιδιοκτήτης του κήπου, αν υπήρχε, να μην έκανε την εμφάνισή του από τα μέρη εκείνα». Κάθισε σταυροπόδι και περίμενε να δει τι θα γίνει μόλις πέσει το σκοτάδι.

Λάθος.  Το ένιωσε μαζί με αυτό που τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. Πετάχτηκε, έκανε να σηκωθεί απότομα, μα δεν είναι πια και παιδάκι, μπερδεύτηκε με τα πόδια του και σωριάστηκε κάτω. Ένιωσε το κεφάλι του να χτυπάει στο έδαφος, μετά σκοτάδι.

«Μα θα περιμένεις να νυχτώσει πριν βγάλεις οποιοδήποτε συμπέρασμα».

Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα για να συνέλθει. Άνοιξε τα μάτια του. Σκοτάδι παντού πια. Δηλαδή, όχι παντού. Έκανε να ανασηκωθεί, πώς είχε γίνει έτσι, σωρός,  μα μόλις σήκωσε το βλέμμα, είδε ίσως το πιο παράξενο θέαμα του κόσμου.

Σ’ ολόκληρο το χωράφι φαίνονταν σκόρπια εκατοντάδες φωτάκια που τρεμόσβηναν. Σάστισε. Έλα Χριστέ και Παναγία.  Το χτύπημα στο κεφάλι θα φταίει, τι την ήθελες την περιπέτεια, βρε γερομπισμπίκη, αντί ν’ αράξεις κάπου να πιεις ένα καφεδάκι… Πλησίασε τα φυτά, εκείνες τις αραχνοειδείς πρασινάδες που είχε μάλλον περιφρονήσει στην αρχή… και τι να δει!

Πάνω σε κάθε πρασινάδα βρισκόταν, εκεί που με το φως της μέρας δεν μπορούσε να διακρίνει το άνθος, ένα αστεράκι, τυλιγμένο με μίσχους και φυλλωσιές, σαν να ‘ταν δεμένο. Όλο το χωράφι ήταν έτσι. Τελικά δεν ήταν χωράφι. Ήταν ένας κήπος με αστέρια.
Πεσμένος στα γόνατα γυρνούσε σαν τον τρελό ανάμεσα στα φυτά κι έβλεπε σε καθένα το αστέρι του, μπερδεμένο στα πράσινα δεσμά του, ώσπου μια φωνή ψιθυριστή σταμάτησε αιφνιδιαστικά την περιπλάνησή του.

«Εσύ… Πιστεύεις ότι μπορώ κι εγώ να γίνω αληθινό αστέρι εκεί ψηλά;»

Γύρισε το κεφάλι… Έψαξε να δει από πού προερχόταν η φωνή. Ήταν ένα αστεράκι στο φυτό ακριβώς από πίσω του.
Κοίταξε ψηλά, τα αστέρια στο στερέωμα. Κοίταξε και το δεμένο αστεράκι. Γρήγορο, σίγουρο συμπέρασμα. Έτσι είχε μάθει. Δεν το πολυσκέφτηκε πως απέχει κομματάκι από τη λογική πορεία των πραγμάτων να συνομιλείς με ένα αστέρι που βρέθηκε στη θέση ενός λουλουδιού σ’ έναν μακρινό παράξενο κήπο.

«Μπορείς».

Μόλις ακούστηκε το μπορείς τα φύλλα και οι μίσχοι που τύλιγαν το αστεράκι ξαφνικά λύθηκαν  - κι εκείνο άρχισε να ανυψώνεται… σαν χαμένος το κοιτούσε γονατισμένος, ώσπου χάθηκε από τα μάτια του…

«Κοίταξε κι εμένα… πιστεύεις ότι μπορώ κι εγώ να γίνω αληθινό αστέρι;» ακούστηκε δεύτερη φωνή. Έψαξε πάλι να τη βρει. Με το  που είπε πάλι το «Μπορείς», για άλλη μια φορά τα δεσμά του δεύτερου αστεριού λύθηκαν, κι εκείνο άρχισε να ανεβαίνει ψηλά, αφήνοντας πίσω του μια λεπτή, σαν κλωστή, φωτεινή γραμμούλα.

Δεν ξέρει πόσες φορές άκουσε την ερώτηση. Ούτε πόσες φορές είπε τη λέξη «Μπορείς». Ούτε πόσες φορές είδε τα φύλλα και τους μίσχους να ξετυλίγονται απ’ τις ακτίνες των μικρών αστεριών, κι εκείνα να ανεβαίνουνε προς το άπειρο αφήνοντας πίσω τους μια λεπτή κλωστίτσα από φως… Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, και τόσο μαγικά, που ούτε που νοιαζόταν για το παντελόνι του που είχε ελαφρώς σκιστεί τόση ώρα που έψαχνε στα γόνατα να βρει από πού έρχονταν οι φωνές. Μια δυο φορές δοκίμασε να πει «μπορείς» χωρίς να κοιτάξει το αστέρι, κι αυτό ούτε που κουνήθηκε από τη θέση του…

Ιδρωμένος κι αποκαμωμένος κάθισε σταυροπόδι στη μέση του χωραφιού και παρακολουθούσε την πορεία των μικρών αστεριών προς τον ουρανό. Οι κλωστίτσες φωτός που άφηναν έδειχναν πως το καθένα ακολουθούσε διαφορετικό δρόμο, τραβούσε προς διαφορετική γωνιά του στερεώματος, κι έτσι η νύχτα είχε γεμίσει από εκατοντάδες κλωστές που ενώνονταν με κάθε τρόπο μεταξύ τους, κι έφτιαχναν έναν τεράστιο φωτεινό ιστό πάνω από τον κήπο των αστεριών.

Κοιτάζει κάτω… μέσα στον κήπο. Σκοτάδι παντού. Πάει. Φύγανε όλα. Να φεύγει κι αυτός. Κάνει να σηκωθεί, έχει πιαστεί. Γεράματα. Ώπα. Ένα φωτάκι εκεί κάτω στη γωνία. Ξανά στα γόνατα. Πάει κοντά.

Είναι ένα ακόμα… τυλιγμένο με τόσους μίσχους και φύλλα που δεν μπορεί εύκολα να το δει κανείς. Γερμένο προς τα κάτω.

Για άλλη μια φορά σκέφτεται ότι είναι σίγουρα τρελός ένας άνθρωπος που μιλάει με αστέρια μου φυτρώνουν στα χωράφια.

«Να σου πω… Εσύ, δε θα με ρωτήσεις τίποτα;»
«Τι να ρωτήσω;». Ίσα που έβγαινε  φωνή του.
«Αν μπορείς κι εσύ να γίνεις αστέρι εκεί ψηλά».
«Εγώ δεν είμαι αστέρι. Πού ψηλά;»
«Και τι είσαι εσύ;»
«Εγώ είμαι σκατά».
«Εγώ βλέπω ότι κι εσύ είσαι αστέρι».
«Δεν σε πιστεύω».
«Κι εσύ μπορείς να πας εκεί ψηλά, όπως οι άλλοι. Κι ίσως ακόμα πιο ψηλά».

Τίποτα δεν κουνήθηκε αυτή τη φορά. Το αστεράκι παρέμεινε τυλιγμένο με τα δεσμά του.  Κι εκείνος παραξενεύτηκε. Για μια στιγμή προσβλήθηκε. Ένιωσε πως έχασε τη δύναμή του. Μετά λυπήθηκε το αστεράκι που έμοιαζε καταδικασμένο να μείνει εκεί, πεδικλωμένο στις χαζοπρασινάδες. Και μετά… έβαλε λίγο το μυαλό του να δουλέψει.

«Άκου να σου πω…  Έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου;»
«Τι να δω; Αφού είμαι σκατά».

Μεμιάς  εκείνος βγάζει το κινητό από την τσέπη και βγάζει μια φωτογραφία στο αστεράκι.  Πάει το κινητό κοντά του. «Βλέπεις τώρα ποιος είσαι ρε;»
«Δεν βλέπω τίποτα».
«Αφού έχεις τη μούρη σου κάτω στο χώμα, πώς θες να δεις; Τι θες να δεις; Χώμα θα βλέπεις. Και γι’ αυτό θα νομίζεις πως κι εσύ είσαι χώμα. Σήκωσε τα μάτια σου απ’ το χώμα τώρα…»(Μα έχουνε μάτια τα αστέρια σκέφτηκε για λίγο, όπως κι εσείς φαντάζομαι)
«Ωραία, το βλέπεις αυτό ρε; Αυτό είσαι εσύ… Είσαι σκατά εσύ; Είσαι χώμα εσύ;»
«Όχι», είπε το αστεράκι. «Και τι είμαι;»
«Δε βλέπεις τη μούρη σου; Είσαι αυτός που είσαι. Κανένας άλλος δεν είναι ίδιος με σένα. Είδα τόσα αστέρια εδώ μέσα, κανένα δεν μοιάζει με κανένα άλλο».
«Το λες γιατί με λυπάσαι. Με λυπάσαι γιατί όλοι έφυγαν κι εγώ θα μείνω εδώ. Γιατί είμαι δεμένος εδώ. Και δε λύθηκα, ακόμη κι όταν εσύ είπες ότι μπορώ. Γιατί ό,τι κι αν κάνω δε θα φτάνει για να λυθώ. Δε θα φτάνει για να πετάξω. Κι ακόμη κι αν πετάξω, δε θα φτάσω ποτέ εκεί που θέλω να φτάσω».
«Και πού θέλεις να φτάσεις;»
«Δεν ξέρω. Δεν είδα ποτέ με τα μάτια μου τον προορισμό. Μέχρι τώρα κοιτούσα μονάχα το χώμα. Μόνο τον έχω ονειρευτεί… Μα δεν θα μπορέσω…»

Κάθισε για λίγο γονατιστός κι άκουγε το αστεράκι να περιγράφει το όνειρό του. Στην αρχή το είχε λυπηθεί. Μετά το είχε συμπονέσει, θυμήθηκε κι εκείνος τις δικές του ανησυχίες, τις ανθρώπινες.  Μα τώρα πια δεν υπήρχε ούτε λύπη, ούτε συμπόνοια, ούτε ανάμνηση οικείων κακών.

Έσκυψε προς το αστεράκι κι άρχισε με τα χέρια του να κόβει τα φύλλα και τους μίσχους που το κράταγαν δεμένο. Δύσκολη δουλειά. Όπως ήταν καλοποτισμένος ο κήπος, όλα ήταν χλωρά και ξεγλιστρούσαν από τα χέρια του.

Πέρασε ώρα πολλή, και η προσπάθεια πέτυχε. Ήταν ελεύθερο το αστεράκι πια, απ’ ό,τι το κρατούσε δεμένο στη γη.

«Και τώρα;» ρώτησε εκείνο. Τι θα κάνω τώρα;
«Είδες τη μούρη σου… Τώρα να δεις τι μπορείς να γίνεις. Τώρα κοίτα ψηλά».

Πήρε το αστεράκι στα χέρια του και το σήκωσε ψηλά.  Στην αρχή ήταν κρύο, παγωμένο, μα ένιωθε σιγά σιγά πως ζεσταινόταν, σαν να  τραβούσε τη ζεστασιά από τα κουρασμένα χέρια του. Και τώρα ήξερε πως τελικά αυτό που ένιωθε πια δεν ήταν τίποτα απ’ όσα είχε φανταστεί, δεν ήταν τίποτα άλλο από αγάπη.

Τα χέρια του ήταν τεντωμένα προς τα πάνω. «Κοίτα ψηλά» είπε στο αστεράκι. Για να σιγουρευτεί, έβαλε και μια αγριοφωνάρα. «Κοίτα ψηλά, ρε, που σου λέω! Κοίτα ψηλά!»
Κοίταξε κι εκείνο. Κοίταξε όλον τον ουράνιο θόλο, κι έπειτα η ματιά του έπεσε σε μια γωνιά του.
«Εκεί. Εκεί είναι. Εκεί είναι αυτό που ονειρεύτηκα. Εκεί… Είναι ακριβώς αυτό».
«Πήγαινε εκεί λοιπόν… Μπορείς!»

Τα χέρια του είχαν σχεδόν πάρει φωτιά, και το  έβλεπε το αστεράκι του, λες και είχε μεγαλώσει- λες κι είχε τεντώσει όλες τις ακτίνες τους κι εκείνες έφεγγαν με όλη τους τη δύναμη.  Είχε γίνει τόσο λαμπερό, ίσως το πιο λαμπερό απ’ όσα είχε δει μέσα σ’ εκείνον τον κήπο.

Αυτή τη φορά η μαγική λέξη έπιασε τόπο.

Σαν μικρός κομήτης τινάχτηκε ψηλά το αστεράκι που είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα… σαν όλα τ’ άλλα, άφησε πίσω του μια μικρή κλωστή και έφευγε, έφευγε συνέχεια προς τα πάνω.

Σιωπή. Πολλή ώρα σιωπή. Το κοιτάει το αστεράκι,  προσπαθεί να μη το χάσει από το βλέμμα του, μα μοιάζει αδύνατο, ο ουρανός είναι  καθαρός, υπάρχουν μυριάδες αστέρια εκεί πάνω.  Το παλεύει, το παλεύει, είναι ψηλά, πολύ ψηλά, όχι γαμώτο, δεν το βλέπει πια… Χτυπάει και το κινητό.

«Έλα,πατέρα… Ελεύθερος να γυρίσεις. Έφυγε η κοπελιά. Ήρθε κι η μαμά, κανα δυο ώρες. Ανησυχούμε».
«Μη φοβάσαι. Μια βόλτα έκανα. Μπορεί ν’ αργήσω λίγο ακόμα».
«Καλά πατέρα, πάω να την πέσω…»
«Όλα καλά;»
«Θα σου πω αύριο. Καληνύχτα.»
«Καληνύχτα αστέρι μου.»
«Έχεις πιει, πατέρα, έτσι; Μην οδηγήσεις, πες μου να έρθω να σε μαζέψω..»
Κλείνει το κινητό.

Πού να πάει τώρα…  Κοιτάει ψηλά… Χιλιάδες εκεί πάνω  τ’ αστέρια. Ο κήπος πάλι σκοτεινός. Ως αύριο το βράδυ. Τι να κάνει εδώ πια… Πάει να βρει σιγά σιγά το αμάξι. Κάνει να βρει το φακό του κινητού.

Δε θα χρειαστεί. Ένα φωτάκι από πολύ μακριά φέγγει πάνω από το κεφάλι του. Ένα βήμα μπροστά, του φέγγει για να περπατάει, καλύτερα κι απ’ το φεγγαράκι του παιδικού τραγουδιού. Ω, ναι.  Είναι το αστεράκι, εκείνο που είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα… Μα τώρα δεν κοιτάει το χώμα πια… Τώρα το φωτίζει…


«Δεν θα είναι δικός σου αυτός ο κήπος, δικιά σου θα είναι μόνο η χαρά απ’ τους καρπούς του»…

[Η φωτογραφία από το www.deviantart.com]

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Οι μεγαλύτεροι Σκρουτζ της ιστορίας


Οι μεγαλύτεροι Σκρουτζ της ιστορίας

Δείτε μια λίστα από τσιφούτηδες που έμειναν στην ιστορία για την τσιγκουνιά τους, την οποία θα ζήλευε ακόμα και ο ξακουστός τσιγκούνης Σκρούτζ.
Τζέι Πολ Γκέτι
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (1)
Ο Τζέι Πολ Γκέτι έκανε την περιουσία του κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και είχε τον έλεγχο σε πάνω από 200 εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Getty Oil Company. Το 1966, το Guinness World Records τον ανακήρυξε τον πιο πλούσιο ιδιώτη του κόσμου, με περιουσία που ξεπερνούσε τα 2 δισ. δολάρια την εποχή που πέθανε, το 1976. Ωστόσο ο Γκέτι ήταν διάσημος σφιχτοχέρης και μέχρι που είχε εγκαταστήσει ένα κερματοτηλέφωνο στην έπαυλή του. Επίσης είναι διάσημος για την άρνησή του να πληρώσει 17 εκατομμύρια δολάρια ως λύτρα όταν απήγαγαν τον έφηβο εγγονό του στη Ρώμη στην δεκαετία του ’70. Μετά την άρνησή του, έκοψαν το αυτί του παιδιού και το ταχυδρόμησαν σε μία τοπική εφημερίδα. Ο Γκέτι τελικά δέχθηκε να πληρώσει το μικρότερο ποσό των 2.2 εκατομμυρίων.
Τζον Ελβς
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (2)
O Άγγλος πολιτικός Τζον Ελβς πιστεύεται πως αποτέλεσε τη βάση για να εμπνευστεί ο Τσαρλς Ντίκενς τον διάσημο τσιγκούνη, Εμπενίζερ Σκρούτζ, στο A Christmas Carol.
To γεννημένο το 1714 μέλος του Κοινοβουλίου, είχε περιουσία πάνω από 390.000 δολάρια (περίπου 28 εκατ. δολάρια σήμερα), ζούσε όμως σαν άπορος. Φορούσε ξεφτισμένα, παλιά ρούχα, πήγαινε για ύπνο πριν πέσει το φως για να αποφύγει να ξοδέψει χρήματα σε κεριά, ενώ το σπίτι του ήταν ένα ρημάδι. Πέθανε με πολύ λίγα στην κατοχή του, όμως άφησε την αξόδευτη περιουσία του στους δύο νόθους γιους του.
Ίνγκβαρ Κάμπραντ
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (3)
Ο ιδρυτής των ΙΚΕΑ, Ίνγκβαρ Κάμπραντ, είναι ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στον κόσμο, με περιουσία που φτάνει τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια, όμως ο Σουηδός επιχειρηματίας, που έχει μετακομίσει στον φορολογικό παράδεισο της Ελβετίας από τα 1970, οδηγεί ένα Volvo 15 ετών, πετάει με economy class και ανακυκλώνει τα σακουλάκια του τσαγιού. Είναι γνωστό επίσης πως ο εκκεντρικός 85χρονος επισκέπτεται το εστιατόριο στο τοπικό του κατάστημα IKEA για ένα φτηνό γεύμα από κεφτεδάκια και βραστές πατάτες.
Έτι Γκριν
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (4)
Η γεννημένη το 1835, Εριέτα “Έτι” Γκριν, ήταν η πιο πλούσια γυναίκα στον κόσμο στα 1800. Όταν πέθανε τα περιουσιακά της στοιχεία άξιζαν πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια (κοντά 2 δις. δολάρια εάν κάνει κανείς την αναγωγή σε σημερινά χρήματα), ωστόσο κατά την διάρκεια της ζωής της αρνήθηκε να βοηθήσει εκείνους που είχαν ανάγκη, ακόμα κι αν προέρχονταν από την ίδια της την οικογένεια. Ο γιος της Έτι, έσπασε το πόδι του μικρός, όμως εκείνη αρνήθηκε να πληρώσει για την νοσηλεία του και αντιθέτως προσπάθησε να του βρει μία δωρεάν κλινική που φρόντιζε τους άπορους. Γι’ αυτούς τους λόγους, το Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες, υποστηρίζει πως η Έτι ήταν Η Μεγαλύτερη Τσιγκούνα του Κόσμου.
Μικελάντζελο
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (5)
Ο Ιταλός, μοναδικός καλλιτέχνης της Αναγέννησης, Μικελάντζελο έζησε τη ζωή του ως ένας άπορος και παρά το γεγονός πως είχε μεγάλη ζήτηση ως ζωγράφος και ως γλύπτης, και παρά πως πληρώνονταν εκείνη την εποχή καλύτερα και από τον ίδιο τον Πάπα, τον Πάπα Ιούλιο Β΄, ζούσε μέσα στην εξαθλίωση και κοιμόταν με τις μπότες. Με το θάνατό του το 1564, ο Μικελάντζελο άφησε μία περουσία αξίας 50.000 φιορίνια, γύρω στα 55 εκατομμύρια δολάρια σημερινά χρήματα, που τον καθιστούσε μακράν πιο πλούσιο από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι ή τον Ραφαήλ.
Γουέλινγκτον Αρ Μπερτ
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (6)
Όταν ο Γουέλινγκτον Αρ Μπερτ πέθανε το 1919 σε ηλικία 87 ετών, ήταν ένας από τους πιο πλούσιους άντρες στην Αμερική με μία περουσία που υπολογίζεται πως έφτανε τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Όμως ο τσιγκούνης πολυεκατομμυριούχος δεν ήθελε η οικογένειά του να πάρει στα χέρια της τα χρήματά του, έτσι έβαλε έναν όρο στην διαθήκη του, που έλεγε πως τα χρήματα δεν θα μοιράζονταν παρά μόνο 21 χρόνια μετά το θάνατο του τελευταίου του εγγονιού! Μετά από προσμονή 92 ετών, ο όρος έληξε τον Μάιο του 2011 και 12 από τους κληρονόμους του, ηλικίας από 19 μέχρι 94, μοίρασαν την περιουσία.
Οι αδελφοί Κόλιερ
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (7)
Οι εκκεντρικοί αδελφοί Όμερ και Λάνγκλεϊ Κόλιερ έζησαν μαζί στο σπίτι όπου μεγάλωσαν από μικροί, στη Νέα Υόρκη, μέχρι τον θάνατό τους. Το δίδυμο, που κατάγονταν από πλούσια οικογένεια, φοβόταν τους εισβολείς και μετατράπηκαν σε ερημίτες καθώς μεγάλωναν, καταλήγοντας τελικά να ασφαλίζουν τα παράθυρά τους και να βάζουν παγίδες γύρω από το σπίτι τους. Το νερό, το ηλεκτρικό και το γκάζι είχαν κοπεί επειδή δεν μπορούσαν πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Αφού τα αδέλφια πέθαναν την δεκαετία του ’40, 130 τόννοι από σκουπίδια και υπάρχοντα βρέθηκαν μέσα στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένων όπλων και πυρομαχικών. Η περουσία τους υπολογίζεται πως έφτανε τα 91.000 δολάρια (1.2 εκατ. δολάρια σε σημερινά χρήματα).
Όλιβερ Κρόμγουελ
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (8)
Ως “Lord Protector” της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας στην εκατονταετία του 1600, ο Όλιβερ Κρόμγουελ επηρέασε τις ζωές χιλιάδων, κυρίως με την τσιγκουνιά του. Το 1647 ηγήθηκε του κινήματος των πουριτανών που προσπάθησαν να καταργήσουν τα Χριστούγεννα και να μετατρέψουν την γιορτή σε έναν αυστηρά θρησκευτικό εορτασμό. Στο Λονδίνο, είχε δοθεί η εξουσία στους στρατιώτες να κατάσχουν κάθε γιορτινό φαγητό ή διακόσμηση, ενώ τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια είχαν απαγορευθεί. Αυτή η καταθλιπτική εποχή της ιστορίας συνεχίστηκε μέχρι που ο Κρόμγουελ εκδιώχθηκε από την εξουσία το 1660.
Άντριου Κάρνεγκι
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (9)
Ο Άντριου Κάρνεγκι ήταν διάσημος ολιγαρκής παρά το γεγονός πως η περιουσία του άξιζε σε σημερινά λεφτά περίπου 3 δισ. δολάρια. Ο γεννημένος το 1835, στην Σκωτία επιχειρηματίας, μετακόμισε στην Αμερική όταν ήταν μικρός και έκανε την περιουσία του από την βιομηχανία ατσαλιού. Ενώ συγκέντρωνε εκατομμύρια, παράλληλα γινόταν γνωστός και για τους μίζερους τρόπους του. Κάποτε έγινε διάσημη η κίνησή του να αφήσει μία δεκάρα ως φιλοδώρημα μετά από ένα πολυδάπανο γεύμα.
Ωστόσο στα τελευταία χρόνια της ζωής του στράφηκε στην φιλανθρωπία και δώρησε εκατομμύρια για την συμβολή της παγκόσμιας ειρήνης και την επιστημονική έρευνα, ενώ ίδρυσε πάνω από 3.000 βιβλιοθήκες κατά μήκος της Αμερικής και του κόσμου.
Εφραίμ Λόπεζ Περέιρα ντ’Αγκουιλάρ
Οι πιο τσιγκούνηδες στον κόσμο (10)
Ο ευγενής Εφραίμ Λόπεζ Περέιρα ντ’Αγκουιλάρ γεννήθηκε στη Βιέννη μεγάλωσε όμως στο Λονδίνο. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1759, έγινε Βαρώνος και κληρονόμησε τη μεγάλη του περιουσία, και για ένα διάστημα ζούσε με 20 υπηρέτες στα Broad Street Buildings στο London. Σιγά σιγά όμως έγινε ιδιαίτερα εκκεντρικός και τσιγκούνης και γύρισε την πλάτη του στην χλιδάτη ζωή, αφήνοντας την έπαυλή του στην Broad Street, όπως και τρία άλλα μεγαλοπρεπή σπίτια. Πριν τον θάνατό του, έκρυψε τη περιουσία του των 315.000 δολαρίων στο ταπεινό σπίτι του, για να την βρουν οι δύο κόρες του.
Πηγή: msn.com

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

"Ταπεινή Τέχνη (Ερωτικός Λόγος Ε' και Μυθιστορημα Α΄του Γιώργου Σεφέρη)" - Τhe Ατάλαντοι


"Ταπεινή Τέχνη (Ερωτικός Λόγος Ε' και Μυθιστορημα Α΄του Γιώργου Σεφέρη)" - Τhe Ατάλαντοι


Ο μουσικός πειραματισμός που θα ακολουθήσει¨με τίτλο "Ταπεινή Τέχνη" είναι η τελευταία ηχογράφηση που κάναμε όλοι μαζί οι Ατάλαντοι. Είναι ένα είδος διαθήκης μας λοιπόν. Κι ίσως για αυτό το λόγο και να είναι ταιριαστά τα ηχοληπτικά προβλήματα που αντιμετωπίσαμε κι έχω κι αλλούαναφερθεί σ΄αυτά, αλλά και να μην το είχα κάνει, εκ των πραγμάτων είναι φανερά!!! Ένα είδος Φρανκενστάιν είναι αυτό που θα ακούσετε σήμερα... Φαίνεται είναι στη μοίρα του ο κατακερματισμός. Από την μιά, η ιδέα ήταν μίξη μιας απαγγελίας από το Στέλιο και μιας μελοποίησης από μένα δυο συναφών (η προσμονή του αγγέλου και το πανάρχαιο δράμα) ποιημάτων του Σεφέρη, ενός παραδοσιακού (το " Ε' " από τον Ερωτικό λόγο") κι ενός σε ελεύθερο στίχο (Το " Α΄ " από το "Μυθιστόρημα", το οποίο κλέινει με την αναφορά στο ένα στίχο του Καρυωτάκη που, μεταξύ άλλων, έδωσε και τον τίτλο σ΄αυτό το ιστολόγιο). Από την άλλη, ενώ η απαγγελία του Στέλιου διασώθηκε, έστω με πολλά σκράτς, το δικό μου το μέρος είχε πολύ χαμηλό ήχο ή δεν ακούγεται καθόλου. Έτσι, αυτό που θα ακουστεί πρόκειται για μεταγενέστερη ηχογράφηση, την οποία μόνταρα πριν λίγο με την απαγγελία του Στέλιου, ώστε να προκύψει κάτι από αυτό που είχαμε στο νου μας τότε..
Ερωτικός λόγος Ε'

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Μυθιστόρημα Α΄
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ' άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ' αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ' ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ' άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω
αυτά τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.